Μιλτιάδης Παπαϊωάννου | Δικηγόρος - πρ. Υπουργός


Ομιλία Μιλτιάδη Παπαϊωάννου στην παρουσίαση του βιβλίου του ''Η Μεγάλη Κρίση 2009-2019'', εκδ. Λιβάνη, που πραγματοποιήθηκε στο Αμφιθέατρο Μεγάρου Καρατζά, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος

05-10-2022

Η παρουσία όλων σας, επώνυμων και ανώνυμων, αποτελεί τη συμπύκνωση της μέγιστης ικανοποίησης που αναμένει ένας συνταξιούχος πλέον πολιτικός για το σύνολο της διαδρομής του όταν πολύ νέος με αξίες και οράματα διάλεξε τον ανηφορικό και δύσβατο δρόμο της πολιτικής. Σας ευχαριστώ.

 

  1. Το κίνητρο της συγγραφής

Το αποδίδει με ακρίβεια χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί στον πρόλογο του βιβλίου ο Τάσος Γιαννίτσης.

  • Τα βιώματα: Έζησα τις εξελίξεις «από μέσα». Τις αλήθειες, την υπευθυνότητα, αλλά και τα ψέματα, τις μυθοπλασίες, τις συκοφαντίες, τη σκανδαλολογία, την δημαγωγία, τον λαϊκισμό. Βρέθηκα, όπως τα περισσότερα πολιτικά στελέχη, μπροστά σε φοβερά διλήμματα. Στήριξα αποφάσεις για τις οποίες δεν υπήρχαν δεύτερες επιλογές. Βίωσα, με πολύ στενοχώρια την ανευθυνότητα λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος την ασυνεννοησία των πολιτικών ηγεσιών, αλλά και των λοιπών ηγεσιών της χώρας. Με πλήγωσαν οι δικαιολογημένες κοινωνικές αντιδράσεις αν και δεν είναι λίγες οι φορές που η αχαλίνωτη βία ξεπέρασε τα θεμιτά όρια των διαμαρτυριών που επιτρέπονται στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.
  • Η αδικία, που εισέπραξε και εξακολουθεί να εισπράττει ο δικός μου πολιτικός χώρος, το ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι έξω από τις ευθύνες. Φορτώθηκε όμως και πολλές που δεν του αναλογούσαν.
  • Οι δικές μου αλήθειες. Έκανα την επιλογή της αυστηρής χρονολογικής αφήγησης των γεγονότων με αναφορές στις  αποφάσεις των θεσμικών οργάνων- εντός και εκτός της χώρας- και των πολιτικών ηγεσιών. Η συγκεκριμένη επιλογή παρέχει την ευχέρεια στον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, έξω από σενάρια, μύθους και δήθεν αποκλειστικές πληροφορίες, που διαστρεβλώνουν τα γεγονότα. Για τις κριτικές μου προσεγγίσεις τονίζω ότι δεν διεκδικώ το αλάνθαστο. Στο βαθμό που έχω κάνει λάθος για τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές των πολιτικών πρωταγωνιστών, ζητώ την επιείκειά σας.
  • (Τα πολιτικά πρόσωπα πρέπει να γράφουν ακόμη και απομνημονεύματα; Η απάντησή μου είναι ναι).
  1. Γιατί ο τίτλος «Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΙΣΗ». Η διαχρονική και παγκόσμια χρησιμοποίηση της λέξης «ΚΡΙΣΗ», για το «ΜΕΓΑΛΗ» στην εισαγωγή σημειώνω ότι για πρώτη φορά συντελείται μια ριζική ανατροπή στην ομαλή πορεία και εξέλιξη της χώρας, καθώς και στη ζωή των πολιτών. Είναι μια εκτροπή από την κανονικότητα, μια υπαρξιακή Κρίση. Δεν είναι μια συνηθισμένη περίοδος οικονομικής κρίσης. (οπισθόφυλλο).
  2. Η κρίση ως ευκαιρία. Το κρίσιμο και επίκαιρο ερώτημα είναι: Διδαχθήκαμε ως πολιτικό σύστημα από τα λάθη μας. Η απάντησή μου, είναι δυστυχώς όχι. Η λέξη κρίση προέρχεται από το ρήμα κρίνω που σημαίνει ότι και αποφασίζω. Διανύουμε μια περίοδο όπου οι ραγδαίες και απρόσμενες διεθνείς εξελίξεις και ανακατατάξεις με πλέον ορατό στοιχείο τον πόλεμο στην Ουκρανία θέτουν σε δοκιμασία εθνικές πολιτικές, αλλά και την αντοχή ιδεών και αξιών, της ίδιας της δημοκρατίας. Το μέγεθος και η ταχύτητα των εξελίξεων μειώνουν σε μεγάλο βαθμό την εγκυρότητα των προβλέψεων για τα επόμενα χρόνια. Κυριαρχούν οι λέξεις ανησυχία και αβεβαιότητα. Σ΄ αυτό το πλαίσιο σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης για την αντιμετώπιση υπάρχει ή επιδιώκεται η μεγαλύτερη δυνατή συνεννόηση και συναίνεση των φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων και για τον επιπλέον σοβαρό λόγο ότι το φάντασμα της ακροδεξιάς αιωρείται πάνω από την Ευρώπη. Εμείς εδώ δυστυχώς εξακολουθούμε να είμαστε στις εξαιρέσεις, τις ώρες που οι κίνδυνοι, οι αβεβαιότητες και τα πολύ δύσκολα είναι μπροστά μας στο βαθμό που συναρτώνται και με τις δικές μας χρόνιες παθογένειες ιδιαιτερότητες. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα σήμερα είναι σε καλύτερη θέση με το χθες. Οι υπεύθυνες προβλέψεις και εκτιμήσεις για το αύριο είναι όμως αρνητικές και πολύ ανησυχητικές. Οι όποιες προοπτικές ανάπτυξης ακυρώνονται από τις εκτιμήσεις για βαθιά ύφεση στην Ευρώπη το 2023, τον πληθωρισμό και την  ακρίβεια και την χαμηλή διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας.

 

5. Η διερεύνηση των κοινωνικών ανισοτήτων και η φτώχεια εκτός από την τραγική διάσταση του ίδιου γεγονότος, είναι και ο μεγάλος κίνδυνος για την ποιότητα και το περιεχόμενο της  δημοκρατία μας.

Στην Ελλάδα σήμερα οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται με ρυθμούς πολύ μεγαλύτερους από τις λοιπές χώρες της ΕΕ. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat είμαστε στις τέσσερις χειρότερες χώρες (Κροατία, Λετονία, Ολλανδία). Περισσότερο πλήττονται οι νέες γενιές, αυτές που κλήθηκαν να πληρώσουν, με τον πλέον επώδυνο τρόπο, τις δικές μας επιλογές, τα δικά μας λάθη. Στους νέους μας επικρατεί ανασφάλεια, απογοήτευση, φόβος και  ένα δικαιολογημένο αίσθημα κοινωνικής αδικίας. Πιστεύουν ότι η όποια οικονομική πρόοδος της χώρας δεν τους αφορά. Ένας μεγάλος αριθμός αμφισβητεί τη χρησιμότητα της πολιτικής και των δημοκρατικών θεσμών, την ουσία της δημοκρατίας. Είναι ο λόγος που δεν συμμετέχει στις εκλογικές διαδικασίες, στη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, στα συνδικάτα, στους πολιτιστικούς συλλόγους. Το μεγάλο ηλικιακό κοινωνικό ρήγμα έχει δυσοίωνες και απρόβλεπτες συνέπειες. Συνιστά κίνδυνο για τη δημοκρατία, την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και τα φαινόμενα ακραίας βίας θα εμφανίζονται όλο και πιο συχνά, ενισχύοντας τις πολιτικές δυνάμεις του λαϊκισμού και της ξενοφοβίας. Οι «συμμορίες» ανηλίκων και η ενδοοικογενειακή βία είναι πλέον φαινόμενα της καθημερινότητας. Η φτώχεια, η ανεργία και η ανασφάλεια είναι «κακός σύμβουλος». Τα υψηλά ποσοστά αποχής των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων είναι ο πλέον φερέγγυος δείκτης απονομιμοποίησης της πολιτικής. Ξεπέρασε το 42%. Σε σχέση με τις εκλογές του 2014 ψήφισαν 1.800.000 Έλληνες λιγότεροι. Οι  πολιτικές ηγεσίες, οι δημοσκοπήσεις, ο δημόσιος διάλογος, δεν ασχολείται με αυτό που ονομάζω «ως απορριπτικό κόμμα».

  1. Η βιώσιμη προοπτική της χώρας προϋποθέτει ριζικό ανασχεδιασμό της οικονομίας της, αποκατάσταση του κύρους των θεσμών και της πολιτικής της λειτουργίας. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα τεκμηριωμένο εθνικό σχέδιο παραγωγικής αναδιάρθρωσης, που θα περιλαμβάνει δύσκολες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, του Ταμείου Ανάκαμψης, του νέου ΕΣΠΑ και της νέας ΚΑΠ. Οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου έχουν καθήκον να δείξουν τον δρόμο του διαλόγου, της συνευθύνης και της συναίνεσης στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων.

Η πολιτική κατάσταση σήμερα είναι όμως εντόνως αρνητική και όσο βαδίζουμε προς τις εκλογές θα είναι χειρότερη. Η κυβέρνηση και κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση έχουν επιλέξει την επικοινωνιακή στρατηγική της πόλωσης και διχασμού. Στην καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση, αναπαράγονται η νοοτροπία και τα φθαρμένα στερεότυπα του παρελθόντος. Το βλέμμα και των δύο εξακολουθεί να είναι σταθερά στραμμένο στον εγκλωβισμό των ψηφοφόρων στις κομματικές τους επιδιώξεις. Οι εμπειρίες και τα διδάγματα της Κρίσης δεν αξιοποιούνται. Πορευόμαστε σαν να μην συνέβη τίποτα, και κυρίως σαν να μην συμβαίνει τώρα τίποτα το διαφορετικό γύρω μας. Όπως αναφέρει ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ιστορικούς ο Γιώργος Δερτιλής, «οι Έλληνες καλλιεργούμε διαρκώς μια εμφυλιοπολεμική νοοτροπία».

Η Ελλάδα όμως χρειάζεται σήμερα ένα νέο αφήγημα που να εδράζεται στον διάλογο, στη συνεννόηση, στις αλήθειες και τη μετριοπάθεια, στις υγιείς αντιπαραθέσεις, στην υπεύθυνη κριτική και στον ψύχραιμο αντιπολιτευτικό λόγο. Οι πολιτικές ηγεσίες οφείλουν να σχεδιάσουν το μέλλον της χώρας με υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Να αναζητήσουν μια νέα θεώρηση της πολιτικής λειτουργίας και της κομματικής αντιπαράθεσης. Πρώτος στόχος πρέπει να είναι η αναζήτηση κοινά αποδεκτών και ρεαλιστικών λύσεων στα μεγάλα προβλήματα, κυρίως σε αυτά που η λύση τους δεν μπορεί να αναζητηθεί στο πεδίο της πόλωσης, της παραδοσιακής ιδεολογικής σύγκρουσης Αριστεράς-Δεξιάς. Μια ενδεικτική αναφορά, εκτός από τα εθνικά μας θέματα,(υπάρχει και εδώ δυστυχώς πρόβλημα) είναι η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών. αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών κινδύνων, η πολιτική προστασία, η ασφάλεια των πολιτών, η καταπολέμηση της διαφθοράς, η διαφάνεια και η αξιοκρατία στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων, η πολιτική για τους πρόσφυγες κ.ά. Είναι η αναζήτηση συμφωνιών πάνω σε πρακτικά προβλήματα που αναζητούν τη λύση τους στο πεδίο εφαρμογής των αξιών που πρεσβεύουν όλες οι σύγχρονες, πολιτικά φιλελεύθερες δημοκρατίας. Ο ανοικτός δημοκρατικός, πολιτικός και κοινωνικός διάλογος με την τεκμηριωμένη αντιπαράθεση είναι καλή συνταγή, γιατί πλέον των άλλων συμβάλλει και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού προς τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Είναι το μέσον υπεράσπισης της πολιτικής και της δημοκρατίας, αλλά και της ενίσχυσης της αξιοπιστίας της χώρας.

  1. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας. Στην Ελλάδα, τα επόμενα χρόνια, το πλέον πιθανό είναι να υπάρξει ανάγκη κυβερνήσεων συνεργασίας. Η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία του πρώτου σε ψήφους κόμματος δεν είναι δεδομένη, ούτε με την υψηλή πριμοδότηση που προβλέπει ο εκλογικός νόμος που ψήφισε η Νέα Δημοκρατία και που θα ισχύσει στις μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η χώρα δεν μπορεί να μένει ακυβέρνητη ή και να σύρεται σε συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, με βιασμό της λαϊκής ετυμηγορίας, αλλά και με τεράστιο κόστος για την οικονομία και την διεθνή αξιοπιστία της. Δυστυχώς, στη χώρα μας, έχει συντηρηθεί ο μύθος ότι την κυβερνητική σταθερότητα και την αποτελεσματική διακυβέρνηση την διασφαλίζουν μόνον οι κοινοβουλευτικά αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Είναι μια κακή προσέγγιση, μια κακή παράδοση, ένα μοναδικό παράδειγμα αντίθετο με ό,τι παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης που υπάρχουν κυβερνήσεις συνεργασίας με θετικά αποτελέσματα και χωρίς να τίθεται ζήτημα πολιτικής σταθερότητας.

Στις ώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση, δεν υπάρχει δίλημμα ακυβερνησίας ή επαναληπτικών εκλογών. Τα πολιτικά κόμματα σέβονται τη λαϊκή ετυμηγορία και η Βουλή αποφασίζει αν η χώρα θα κυβερνηθεί με αυτοδύναμη ή κυβέρνηση συνεργασίας. Τα εκλογικά συστήματα είναι πάγια και αναλογικά. Οδηγούν συνήθως σε κυβερνήσεις συνεργασίας, με τη συμμετοχή δυο ή και περισσότερων κομμάτων που εξαντλούν την συνταγματική τους θητεία και διασφαλίζουν την πολιτική σταθερότητα. Στην Ευρώπη τα παραδείγματα είναι πολλά. Ενδεικτικά αναφέρω τη Γερμανία, την Ισπανία, τηνΠορτογαλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Αυστρία, την Δανία, την Σουηδία, την Φιλανδία, την Ιρλανδία, την Ελβετία, την Νορβηγία. Να σημειωθεί ότι κάθε χώρα έχει διαφορετικό αναλογικό εκλογικό σύστημα και ότι σε καμία δεν έχει εφαρμογή ανάλογο σύστημα με αυτό που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ ή με την υψηλή πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, που προβλέπει ο νόμος της Νέας Δημοκρατίας. Όλα τα διαφορετικά εκλογικά συστήματα σέβονται τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισοδυναμίας της ψήφου και της αναλογικότητας. Να σημειωθεί επίσης ότι σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν προβλέπεται συγκρότηση αυτοδύναμης κοινοβουλευτικά κυβέρνησης με ποσοστά 35 ή38%.

Εξαίρεση από τον κανόνα αποτελεί η «καχεκτική μας δημοκρατία». Η Ελλάδα δεν μπόρεσε ιστορικά να θεσμοθετήσει ένα σταθερό και πάγιο αναλογικό εκλογικό σύστημα. Στις μεγάλες τηςπαθογένειες είναι ότι είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια έχουν εφαρμοστεί δεκαοχτώ διαφορετικά εκλογικά συστήματα και ότι κανένα από αυτά δεν είναι προϊόν διαλόγου και συμφωνίας ανάμεσα στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Οι κάθε φορά μικροκομματικές επιδιώξεις είχαν και έχουν δυστυχώς τον πρώτο λόγο. Αγνοήθηκαν αξιόλογες προτάσεις που στο παρελθόν είχαν κατατεθεί δημοσίως.

Πιστεύω ότι μια κυβέρνηση συνεργασίας, όταν υπάρχει ειλικρινής προγραμματική συμφωνία, ιδιαίτερα μεταξύ συγγενών ιδεολογικά και πολιτικά κομμάτων, αλλά και μια έντιμη μετεκλογική συμφωνία, μπορεί να διασφαλίσει την αναγκαία πολιτική σταθερότητα και μια πιο αποτελεσματική διακυβέρνηση. Να συμφωνήσει και να υλοποιήσει εθνικούς στόχους. Να νομοθετήσει και να εφαρμόσει πιο εύκολα τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Να θέσει σε αποτελεσματική λειτουργία τους δημοκρατικούς θεσμούς, που πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στην αποστολή τους (πχ υποκλοπές). Να ουδετεροποιήσει τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Να ελέγξει την διαφθορά κ.ά. Μια κυβερνητική συνεργασία ως κυρίαρχη επιλογή της εκλογικής ετυμηγορίας δεν σημαίνει ότι ακυρώνεται ο στόχος της πολιτικής αυτοδυναμίας του κάθε κόμματος ή ο στόχος για εκλογική αυτοδυναμία. Δεν σημαίνει ότι καταργούνται οι διαφορετικές ιδεολογικές αναφορές, οι αντιπαραθέσεις και ο πολιτικός ανταγωνισμός. Επιβάλλεται όμως να διεξάγονται στο πλαίσιο του εθνικού και του δημοσίου συμφέροντος. Αυτός είναι ο λόγος που εδώ και πολλά χρόνια υποστηρίζω ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα σταθερό αναλογικό εκλογικό σύστημα, που πρωτίστως να σέβεται την επιθυμία του ελληνικού λαού για το πώς θα ήθελε να κυβερνηθεί, δηλαδή με κοινοβουλευτικά αυτοδύναμη ή με κυβέρνηση συνεργασίας. Ο εκλογικός νόμος πρέπει να του παρέχει τη διακριτική ευχέρεια. Θεωρώ ότι εφόσον το πρώτο κόμμα συγκεντρώσει επί των εγκύρων ψηφοδελτίων ποσοστό άνω του 42%, τότε η λαϊκή εντολή είναι να κυβερνηθεί με κοινοβουλευτικά αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η αναγκαία πριμοδότηση των τριάντα βουλευτικών εδρών δεν ακυρώνει τις αρχές της ισοδυναμίας της ψήφου και της αναλογικότητας. Σε διαφορετική περίπτωση, πρέπει να γίνεται αναλογική κατανομή των εδρών και τα κόμματα επιβάλλεται να αναζητήσουν πολιτικές συμφωνίες για κυβερνητική συνεργασία. Ο εκλογικός νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και που θα ισχύσει στις επόμενες βουλευτικές εκλογές καθιερώνει ένα σύστημα απλής αναλογικής που δεν έχει εφαρμογή σε καμία σύγχρονη δημοκρατία, γιατί, εκτός των άλλων, ευνοεί τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Ο νέος εκλογικός νόμος πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μιας ευρύτερης πολιτικής συμφωνίας μετά από έναν νηφάλιο και ανοιχτό διάλογο. Στο Παράρτημα ΙΙΙ αναφέρω αναλυτικά τις θέσεις μου, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της 13ης Ιανουαρίου 2020.

Τι εκλέγει ο λαός. Βουλή ή κυβερνήτη; Με την ολοκλήρωση της σημερινής, επιθυμώ να επαναλάβω ότι το βιβλίο αυτό είναι χρήσιμο στον βαθμό που θα έχει μια μικρή συμβολή στη συλλογική αυτογνωσία και στη θεραπεία των σημαντικών αδυναμιών λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος. Είναι οι θέσεις και η ελπίδα για αλλαγές ενός συνταξιούχου, πλέον, πολιτικού με μακρά κοινοβουλευτική διαδρομή, που από πολύ νέος με αξίες και οράματα διάλεξε τον ανηφορικό και δύσβατο δρόμο της πολιτικής. Εξακολουθώ όμως και σήμερα να έχω μια μεγάλη και βαθιά έγνοια για τη βιώσιμη προοπτική της χώρας, για την ευημερία των πολιτών, για το μέλλον της νέας γενιάς. Είναι ο λόγος που, ως Έλληνας πολίτης, διεκδικώ σε επίπεδο κορυφής την εθνική συνεννόηση στη βάση αποδοχής μιας συμφωνίας αξιών και πολιτικών στόχων. Με σεβασμό στις διαφορετικές αντιλήψεις που έχουμε είτε για την οικονομία, είτε για την κοινωνία. Επαναλαμβάνω ότι δεν διεκδικώ το αλάθητο και ότι οι θέσεις και οι προτάσεις μου είναι το καταστάλαγμα πρωτίστως εμπειριών για όσα μου πιστώνει, αλλά και για όσα μου χρεώνει η μακρόχρονη πολιτική μου διαδρομή.

Ευχαριστώ

 

Δείτε το βίντεο από την παρουσίαση εδώ.